εντεα

εντεα
    ἔντεα
    стяж. ἔντη τά
    1) оружие, вооружение, доспехи
    

(ἔ. δῦσαι Hom.)

    2) снаряжение, снасти
    

(νηός HH., Pind.)

    3) сбруя, упряжь
    

(ἵππεια Pind.)

    4) посуда, утварь
    

(δαιτός Hom.)

    5) музыкальный инструмент
    

ἐ. αὐλῶν Pind. — флейты


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εντεα" в других словарях:

  • ἔντεα — fighting gear neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντεα — (Edéa). Πόλη (107.000 κάτ. το 2002) του νοτιοδυτικού Καμερούν. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Σανάγκα, 160 χλμ. Δ της πρωτεύουσας Γιαουντέ. Tο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία αλλά και στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν… …   Dictionary of Greek

  • ἔντε' — ἔντεα , ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἔντει , ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἔντεϊ , ἔντεα fighting gear neut dat sg (epic ionic) ἔντει , ἔντεα fighting gear neut dat sg ἔντεε , ἔντεα fighting gear… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἤντεα — ἔντεα , ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντη — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc dual (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντέων — ἔντεα fighting gear neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντεσι — ἔντεα fighting gear neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντεσιν — ἔντεα fighting gear neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντεσσιν — ἔντεα fighting gear neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντος — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντος — ἔντος, το (Α) (ο εν. σπάνιος συνήθης ο πληθ. ἔντεα και ἔντη, τα) 1. οπλισμός, όπλο (επιθετικό ή αμυντικό π.χ. δόρυ, ξίφος, ασπίδα, θώρακας κ.λπ.) («ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον» την ασπίδα, το ασύγκριτο όπλο μου, που τό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»